- κατάπλεων
- κατάπλεω̆ν , κατάπλεοςquite fullmasc/fem/neut gen plκατάπλεω̆ν , κατάπλεοςquite fullmasc/fem acc sgκατάπλεω̆ν , κατάπλεοςquite fullneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπλέων — κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl καταπλέω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités … Wikipédia en Français
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek